- Πολωνέζος
- ο, θηλ. Πολωνέζα, Ν1. ο κάτοικος τής Πολωνίας2. (το θηλ. ως προσηγορ.) η πολωνέζαμουσ. είδος εθνικού πολωνικού χορού καθώς και η μουσική του, πιθανότητα θριαμβευτικός χορός τών πολεμιστών, κάποτε, που υιοθετήθηκε από την πολωνική αριστοκρατία ως επίσημος βηματισμός το 1573 με την ευκαιρία τής στέψης τού Ερρίκου τής Ανδεγαυίας ως βασιλιά τής Πολωνίας, αλλ. πολωνέζ.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πολωνία + κατάλ. -έζος (< ιταλ. -ese), πρβλ. Κιν-έζος, Μαλτ-έζος].
Dictionary of Greek. 2013.